Ἀμαζόνων

Ἀμαζόνων
Ἀμαζών
the Amazons
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σθένελος — I Αθηναίος τραγικός ποιητής. Ήταν σύγχρονος του Αριστοφάνη, ο οποίος τον διακωμώδησε στις κωμωδίες του Σφήκες και Γηρυτάδης. Εξάλλου ο κωμικός Πλάτωνας τον χαρακτήριζε στην κωμωδία του Λάκωνες ως «τα αλλότρια σφετεριζόμενον» λογοκλόπο. Ο… …   Dictionary of Greek

  • ANTIANIRA — mater Euryli et Echionis. Apollonius l. 1. Τὼ δ᾿ αὖτ᾿ ἐκγεγάτην Μενετήϊδος Ἀντιανείρης. Hesych. Ἀντιάνειραι, Ἀρίςταρχος ἴσανδροι. τὸ δὲ ἐπίθετον τῶν Ἀμαζόνων, ἤτοι διότι ἀνδράσιν ἠναντιοῦντο οὐ θέλουσαι ἀυτοῖς συνευναςθῆναι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SINOPE — I. SINOPE Amazonum una, a qua urbi nomen, de qua infra. II. SINOPE colonia et urbs maritima Paphlagoniae, πόλις διαφανεςτάτη τȏυ πόντου, urbs Ponti illustrissima, Strab. l. 12. inter Cytorum ad occasum 100. mill. pasl. et Amisum ad Eurum paulo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια …   Dictionary of Greek

  • ίππιος — ἵππιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον σθένος», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο ιπποδρόμιο («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῑνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», Πίνδ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἵππιος …   Dictionary of Greek

  • αιγή — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθική βασίλισσα των Αμαζόνων. Σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου σχετικά με την ονομασία του Αιγαίου πελάγους, η Α. έκανε κάποτε επιδρομή εναντίον της Τροίας, την οποία υπερασπιζόταν ο Λαομέδοντας. Αφού κυρίευσε… …   Dictionary of Greek

  • αμαζονομαχία — η (Α ἀμαζονομαχία) μάχη Αμαζόνων νεοελλ. φιλονικία γυναικών, γυναικοκαβγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀμαζονομάχος < Ἀμαζὼν + μάχος < μάχομαι] …   Dictionary of Greek

  • αμαζόνα — η (Α ως κύριο όνομα Ἀμαζών) η μυθική Αμαζών (βλ. Αμαζόνες) νεοελλ. 1. γυναίκα που ασκείται στην ιππασία και ιππεύει με μεγάλη επιδεξιότητα 2. εύσωμη, σφριγηλή και αθλητική γυναίκα 3. γενναία, πολεμοχαρής γυναίκα, αντρογυναίκα αρχ. 1. ως επίθ. τής …   Dictionary of Greek

  • αντιάνειρα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασίλισσα των Αμαζόνων, που έπεσε πολεμώντας γενναία εναντίον των Ελλήνων στην Τροία. 2. Κόρη του Φέρητα. Είχε γιο τον αργοναύτη Ίδμονα, από τον Απόλλωνα. 3. Κόρη του Μενοιτίου, που απέκτησε από τον Ερμή δύο γιους,… …   Dictionary of Greek

  • ασκάλαφος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Μινυών του Ορχομενού, γιος του Άρη και της Αστυόχης. Μαζί με τον αδελφό του Ιαλμενό, ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ελένης. Έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και στον Τρωικό πόλεμο. Αντιμετώπισε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”